Ο άνθρωπος είναι ένα αγελαίο ον. Και με την έννοια αυτή, δεν μπορεί να ζει μόνος. αντίθετα βρίσκεται πάντα σε κάποια μορφή σχέσης με τους συνανθρώπους του. Για τον λόγο αυτό, αναπτύσσει φιλικούς, επαγγελματικούς, ερωτικούς και οικογενειακούς δεσμούς. Η πιο σημαντική σχέση όλων είναι εκείνη με τη μητέρα, για αυτό και όλες οι μετέπειτα επιλογές επηρεάζονται σημαντικά από αυτή ακριβώς τη σχέση.
Συγκεκριμένα, καθώς το άτομο μεγαλώνει και σχετίζεται με άλλους ανθρώπους, τείνει να επαναλαμβάνει τα μοτίβα αλληλεπίδρασης που είχε με τη μητέρα του. Αν λόγου χάρη, ως παιδί, εισέπραττε τη μητέρα του ως απορριπτική, ως ενήλικας θα τείνει να επιλέγει καταστάσεις και σχέσεις εντός των οποίων θα αναβιώνει την αίσθηση της απόρριψης που είχε κατά την παιδική του ηλικία.
Όσο πιο στενή γίνεται η σχέση με κάποιον άλλο, τόσο πιο έντονα έρχονται στην επιφάνεια οι συγκρούσεις, οι δυσκολίες, οι επιθυμίες και οι ανάγκες που χαρακτηρίζουν την προσωπικότητα και τις τάσεις της συμπεριφοράς μας. Για παράδειγμα, αν δύο φίλοι οι οποίοι γνωρίζονται πολλά χρόνια αποφασίσουν να συνεταιριστούν, είναι αρκετά πιθανό, ότι σε κάποιο χρονικό διάστημα θα αντιμετωπίσουν προβλήματα μεταξύ τους.
Με άλλα λόγια, λοιπόν, η εγγύτητα σχετίζεται με κάποιου είδους συναισθηματική αναστάτωση, γεγονός που δίνει κάποια εξήγηση, βεβαίως, στα προβλήματα που παρατηρούνται εντός μίας συντροφικής (ερωτικής) σχέσης ή ενός γάμου. Τα προβλήματα αυτά έγκεινται κατά βάση σε προβολές των δύο μελών εκατέρωθεν. Δηλαδή, το άτομο προβάλει στον/στη σύντροφο δικά του χαρακτηριστικά, τα οποία στη συνέχεια μάχεται σαν να ήταν χαρακτηριστικά του συντρόφου του. Αυτό συμβαίνει, κυρίως, διότι σε συναισθηματικό επίπεδο είναι πιο «εύκολο» να προβάλει κανείς τις δυσκολίες του στον άλλον παρά να τις παραδεχτεί και να τις αντιμετωπίσει. Ως εκ τούτου, η συνειδητοποίηση και αντιμετώπιση των συζυγικών προβλημάτων είναι μια δύσκολη, αλλά παράλληλα ιδιαίτερα σημαντική υπόθεση, ιδίως στην περίπτωση που υπάρχουν παιδιά, καθότι η μορφή σχέσης που θα δημιουργήσει το ζευγάρι θα επηρεάσει με τη σειρά της καθοριστικά την ψυχοσυναισθηματκή εξέλιξη των παιδιών.
Η θεραπεία ζεύγους αποτελεί μια μορφή ψυχοθεραπείας, η οποία εξετάζει τη σχέση των συντρόφων είτε αυτοί βρίσκονται σε γάμο είτε όχι. Στόχος είναι η κατανόηση των ασυνείδητων μοτίβων συμπεριφοράς που υιοθετεί ο ένας απέναντι στον άλλον, έτσι ώστε να βελτιωθεί η επικοινωνία μεταξύ τους και να δημιουργηθεί πρόσφορο έδαφος για την αντιμετώπιση και επεξεργασία οποιασδήποτε εξέλιξης επιθυμεί το ζευγάρι. Η δυναμική που αναπτύσσεται εντός του πλαισίου της θεραπείας ζεύγους προσφέρει την ευκαιρία στους συντρόφους, για πρώτη ίσως φορά στη ζωή τους, να αντιληφθούν ουσιαστικά ο ένας τον άλλον και να αποφύγουν μια στερεοτυπική σχέση ρουτίνας. Έτσι, η θεραπευτική βοήθεια δίνει στο ζευγάρι τα εργαλεία όχι μόνο να επικοινωνεί καλύτερα αλλά και να διαπραγματεύεται καλύτερα τις διαφορές του. Μάλιστα, όταν η θεραπεία είναι επιτυχής, τα άτομα καταφέρνουν να εκφράζουν αποτελεσματικά τα συναισθήματά τους, να αφουγγράζονται τις ανάγκες του άλλου, να δείχνουν κατανόηση και, τελικά, να καλλιεργούν μια ισορροπημένη σχέση.