Η ανάγκη για σύντροφο είναι αλληλένδετη με την ανθρώπινη φύση, όχι μόνο για λόγους αναπαραγωγής, αλλά και για την ψυχική, νοητική και συναισθηματική μας ολοκλήρωση. Οι βασικές αυτές ανάγκες, όπως και διάφοροι άλλοι κοινωνικοί, οικονομικοί και πολιτικοί παράγοντες, θεσμοθέτησαν την έννοια οικογένεια, η οποία, στη σύγχρονη εποχή, είναι μια βιο-κοινωνική μονάδα που αποτελείται από δύο τουλάχιστον ενήλικα άτομα, καθώς και τα παιδιά τους. Αντιμέτωπη με πολλαπλές πηγές άγχους, επιτελεί με πολλές δυσκολίες τις σημαντικές της λειτουργίες, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται έως και σοβαρά προβλήματα στη σχέση μεταξύ των μελών της, με τις αντίστοιχες επιπτώσεις.
Προκειμένου να μελετηθούν και κατ’ επέκταση να αντιμετωπιστούν οι εν λόγω δυσκολίες, αρκετοί θεραπευτές στράφηκαν,μεταπολεμικά,από τη μελέτη του ατόμου στη μελέτη της οικογένειας ως σύνολο (συστημική προσέγγιση). Τα αποτελέσματα και οι παρατηρήσεις που προέκυψαν από την εφαρμογή της εν λόγω θεώρησης, έδειξαν ότι η δυσλειτουργία μιας οικογένειας δεν προκύπτει μόνο από τις συμπεριφορές και τις αλληλοεπιδράσεις των μελών ως σύνολο, αλλά και από τις ήδη υπάρχουσες ενδοψυχικές συγκρούσεις και ανάγκες που διακατέχουν κάθε άτομο ξεχωριστά. Έτσι, γεννήθηκε η ψυχαναλυτική οικογενειακή θεραπεία.
Η ψυχαναλυτική προσέγγιση μιας οικογένειας γίνεται, επομένως, πάνω σε δύο χρονικούς άξονες: το παρόν και το παρελθόν. Εξετάζεται, δηλαδή, η τρέχουσα συνθήκη της οικογενειακής ζωής και ο κύκλος ζωής της οικογένειας (παρόν), καθώς και η δυναμική των σχέσεων στην οικογένεια προέλευσης των γονιών (παρελθόν). Σε αυτό το πλαίσιο, καθοριστικό ρόλο αποτελούν οι αλληλοεπιδράσεις μεταξύ των μελών, οι δυαδικές ή τριαδικές σχέσεις που αναπτύσσονται (θεωρία των αντικειμενοτρόπων σχέσεων), καθώς επίσης τα ασυνείδητα πρότυπα συμπεριφοράς που έχουν ήδη δημιουργηθεί στο κάθε μέλος ξεχωριστά κατά το παρελθόν, και στη συνέχεια προβάλλονται στα άλλα μέλη.
Στόχος, λοιπόν, της αναλυτικής οικογενειακής θεραπείας είναι η κατανόηση και συνειδητοποίηση των συνειδητών και ασυνείδητων δυσλειτουργικών συμπεριφορών των μελών, ο εντοπισμός των προβολών μεταξύ τους και προς τον θεραπευτή και η ανακατεύθυνση όλων αυτών μέσα από διορθωτικές βιωματικές εμπειρίες.